- άγενος
- η , ο безбородый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άγενος — (I) η, ο ο ταπεινής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀγενής]. (II) η, ο [γένι] 1. αυτός που δεν έχει ακόμη γένια, αγένειος, αγένειαστος 2. άπειρος … Dictionary of Greek
αγενής — ές (Α ἀγενής, ές) μσν. νεοελλ. ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος αρχ. 1. αγέννητος, αδημιούργητος 2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. τού ἀγαθός*) 3. άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γένος. ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός,… … Dictionary of Greek